₹
Η ρουπία (rupee, στη γλώσσα Χίντι: रुपया) είναι το νόμισμα της Ινδίας. Ο κωδικός του νομίσματος (ISO 4217 είναι INR. Την αρμοδιότητα για την έκδοση του νομίσματος έχει η Αποθεματική Τράπεζα της Ινδίας. Τα πιο κοινώς χρησιμοποιημένα σύμβολα για τη ρουπία είναι τα Rs, ₨, रू και ₹. Στις 5 Μαρτίου του 2009 η ινδική κυβέρνηση ανακοίνωσε τη διεξαγωγή διαγωνισμού για τη δημιουργία ενός συμβόλου για τη ρουπία. Η σύγχρονη ρουπία υποδιαιρείται σε 100 paise (στον ενικό paisa).
Η ρουπία είναι γνωστή στα περισσότερα μέρη της Ινδίας με τις ονομασίες rupee, rupaya (Χίντι), roopayi στην Τελούγκου(రూపాయి) και στην Κανάντα (ರೂಪಾಯಿ), rubai στην Ταμίλ (ரூபாய்), roopa στη Malayalam(രൂപ) ή ένας από τους άλλους τύπους από το σανσκριτικό rupyakam Ωστόσο στην Δυτική Βεγγάλη, στην Τριπούρα, Ορίσα και στο Ασάμ επίσημα η ρουπία ονομάζεται με ονόματα που προέρχονται από το σανσκριτικόTanka. Γι' αυτό ονομάζεται টাকা Taka στη γλώσσα Μπενγκάλι, টকা tôka στα ασαμέζικα και ଟଙ୍କା Tôngka στη γλώσσα Ορίγια,με το σύμβολο T γράφεται στα ινδικά τραπεζογραμμάτια. .
Στις 25 Μαΐου του 2009 η ισοτιμία ήταν 47,08 ρουπίες προς 1 Δολάριο ΗΠΑ.
175px Η Ινδία κυκλοφόρησε κέρματα στα αρχαία χρόνια, γύρω στον 6ο αιώνα π.Χ. Η πρώτη ρουπία θεωρείται ότι εισήχθη από τον Σερ Σαχ Σουρί (Sher Shah Suri, 1486-1545), και βασίστηκε σε 40 τεμάχια χαλκού (paisa) ανά ρουπία.
Στη διάρκεια της βρετανικής αποικιοκρατίας η υποδιαίρεση ήταν τα 16 άνας (annas). Το κάθε άνα υποδιαιρέθηκεσε 4 paise (και γραπτά pice) ή 12 pies. Ως το 1815, η Προεδρία του Μαδράς εξέδιδε νόμισμα, το φανάμ, με τα 12 φανάμ να ισούνται με 1 ρουπία.
Ιστορικά η ρουπία,που προέρχεται από την σανσκριτική λέξη raupya, που σημαίνει ασήμι, ήταν ένα ασημένιο κέρμα. Το γεγονός αυτό είχε επιπτώσεις το 19ο αιώνα, όταν οι ισχυρότερες οικονομίες στον κόσμο χρησιμοποιούσαν τον χρυσό ως μονάδα. Το 1898 η ρουπία προσαρμόστηκε στις μονάδες χρυσού μέσω της βρετανικής λίρας. Έτσι, οι 15 ρουπίες ήταν ίσες σε αξία με 1 λίρα. Ωστόσο, το 1927 η ισοτιμία μειώθηκε, σε 13,5 ρουπίες προς 1 λίρα Αγγλίας. Η ισοτιμία εκείνη διατηρήθηκε ως το 1966, οπότε η αξία του ινδικού νομίσματος υποτιμήθηκε και τέθηκε σε σύγκριση με το δολάριο των ΗΠΑ, ως την υποτίμηση του τελευταίου, το 1971.
Η ινδική ρουπία αντικατέστησε την Δανική ρουπία της Ινδίας το 1845, τη Ρουπία Γαλλικών Ινδιών το 1954 και το Εσκούδο των Πορτογαλικών Ινδιών το 1961. Έπειτα από την ανεξαρτησία, το 1947, η ινδική ρουπία αντικατέστησε τα νομίσματα όλων των κρατών, τα οποία προηγουμένως ήταν αυτόνομα.
Το 1957 πραγματοποιήθηκε η υποδιαίρεση της ρουπίας με βάση το δεκαδικό σύστημα. Έτσι, η ρουπία υποδιαιρέθηκε σε 100 naye paise (νέα paise στη γλώσσα Χίντι). Το 1964 καταργήθηκε το αρχικό "naye".
Με τη διαίρεση της Ινδίας, γεννήθηκε η πακιστανική ρουπία και αρχικά χρησιμοποιούνταν εκεί ινδικά κέρματα, με τα χαρτονομίσματα να κυκλοφορούν μαζί με την Ινδία στο Πακιστάν. Τα προηγούμενα χρόνια, η ινδική ρουπία θεωρούνταν επίσημο νόμισμα και άλλων χωρών, όπως Κουβέιτ, Μπαχρέιν, Κατάρ και τα σημερινά Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και στη Μαλαισία. Το 1959 η Ρουπία του Κόλπου (XPGR) εισήχθη από την ινδική κυβέρνηση σε αντικατάσταση της ινδικής ρουπίας αποκλειστικά εκτός Ινδίας.
Οι τρεις προεδρίες που ιδρύθηκαν από την Βρετανική Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών (στη Βεγγάλη, στη Βομβάη και στο Μαδράς, κυκλοφόρησαν τα δικά τους κέρματα ως το 1835. Το 1862 εισήχθησαν κέρματα, που είχαν το πορτρέτο της Βασίλισσας Βικτωρίας και τη λέξη "Ινδία". Από ασημένια τα κέρματα άρχισαν να κατασκευάζονται από μπρούντζο. Τη δεκαετία του 1940 εισήχθησαν και χαλκονικέλινα κέρματα.