Τουρκική γλώσσα
Η Τουρκική γλώσσα (Türkçe) ανήκει στην τουρκική ομάδα των αλταϊκών γλώσσων και έχει ομιλητές στην Τουρκία, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα, την Κύπρο, τη Βόρεια Μακεδονία και σε άλλες χώρες της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς και σε αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου ζουν αρκετά εκατομμύρια μετανάστες τουρκικής καταγωγής. Ο αριθμός των φυσικών ομιλητών της είναι αβέβαιος, κυρίως λόγω της έλλειψης επαρκών δεδομένων για τις μειονοτικές γλώσσες στην Τουρκία.
Η τουρκική γλώσσα είναι η επίσημη γλώσσα της Τουρκίας, καθώς και, μαζί με την ελληνική, επίσημη γλώσσα της Κυπριακής Δημοκρατίας σύμφωνα με την Παράγραφο 1 του Άρθρου 3 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Έχουμε πρώτα γραπτά κείμενα από τον 8ο αιώνα. Η εμφάνιση της τουρκικής φιλολογίας με την στενή έννοια συμπίπτει με την ίδρυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (14ος αιώνας).
Η τουρκική είναι μέλος της τουρκικής οικογένειας γλωσσών, που περιλαμβάνει την γκαγκαουζική και την χορασανική τουρκική. Η τουρκική οικογένεια γλωσσών είναι μια υποομάδα των νότιων τουρκικών γλωσσών (ή ουγκουζικών), οι οποίες με τη σειρά τους είναι μια υποομάδα των τουρκογενών γλωσσών που ανήκουν στις αλταϊκές γλώσσες.
Όπως η φινλανδική και η ουγγρική γλώσσα, η τουρκική χαρακτηρίζεται από φωνηεντική αρμονία, είναι συγκολλητική και δεν έχει γραμματικό γένος. Η βασική σειρά των όρων της πρότασης είναι Υποκείμενο-Αντικείμενο-Ρήμα. Η τουρκική διαθέτει πληθυντικό ευγενείας: τύποι του δεύτερου πληθυντικού προσώπου μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ένα άτομο ως ένδειξη σεβασμού ή/και ιεραρχίας.
Η τουρκική γλώσσα είναι η επίσημη γλώσσα της Τουρκίας, καθώς και, μαζί με την ελληνική, επίσημη γλώσσα της Κυπριακής Δημοκρατίας σύμφωνα με την Παράγραφο 1 του Άρθρου 3 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Έχουμε πρώτα γραπτά κείμενα από τον 8ο αιώνα. Η εμφάνιση της τουρκικής φιλολογίας με την στενή έννοια συμπίπτει με την ίδρυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (14ος αιώνας).
Η τουρκική είναι μέλος της τουρκικής οικογένειας γλωσσών, που περιλαμβάνει την γκαγκαουζική και την χορασανική τουρκική. Η τουρκική οικογένεια γλωσσών είναι μια υποομάδα των νότιων τουρκικών γλωσσών (ή ουγκουζικών), οι οποίες με τη σειρά τους είναι μια υποομάδα των τουρκογενών γλωσσών που ανήκουν στις αλταϊκές γλώσσες.
Όπως η φινλανδική και η ουγγρική γλώσσα, η τουρκική χαρακτηρίζεται από φωνηεντική αρμονία, είναι συγκολλητική και δεν έχει γραμματικό γένος. Η βασική σειρά των όρων της πρότασης είναι Υποκείμενο-Αντικείμενο-Ρήμα. Η τουρκική διαθέτει πληθυντικό ευγενείας: τύποι του δεύτερου πληθυντικού προσώπου μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ένα άτομο ως ένδειξη σεβασμού ή/και ιεραρχίας.
Χώρα
-
Τουρκία
Η περιοχή που σήμερα ονομάζεται Τουρκία έχει κατοικηθεί από την Παλαιολιθική περίοδο, μεταξύ άλλων από διάφορους Αρχαιομικρασιατικούς πολιτισμούς και Θρακικούς λαούς καθώς και από Ίωνες, που ίδρυσαν εκεί δώδεκα μεγάλες πόλεις (Ιωνική δωδεκάπολις). Μετά την κατάκτηση από τον Αλέξανδρο τον Μέγα, η περιοχή εξελληνίστηκε, διαδικασία που συνεχίστηκε με τη Ρωμαϊκή κυριαρχία και τη μετάβαση στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τον 11ο αιώνα άρχισαν να μεταναστεύουν στην περιοχή οι Σελτζούκοι Τούρκοι, αρχίζοντας τη διαδικασία του εκτουρκισμού και του εξισλαμισμού της περιοχής, που επιταχύνθηκε από τη νίκη των Σελτζούκων επί των Βυζαντινών στη Μάχη του Μαντζικέρτ το 1071. Το Σελτζουκικό Σουλτανάτο του Ρουμ κυβέρνησε τη Μικρά Ασία μέχρι τη Μογγολική εισβολή το 1243, οπότε διασπάστηκε σε αρκετά μικρά τουρκικά μπειλίκια. Ξεκινώντας από τα τέλη του 13ου αιώνα το οθωμανικό μπειλίκι συνένωσε τη Μικρά Ασία και δημιούργησε μια αυτοκρατορία που περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Δυτικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής. Μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ακολούθησε την ήττα της κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τμήματά της καταλήφθηκαν από τους νικητές Συμμάχους. Ο Τουρκικός Πόλεμος για την Ανεξαρτησία, που ξεκίνησε από το Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ και τους συνεργάτες του, είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση της σύγχρονης Δημοκρατίας της Τουρκίας το 1923, με τον Ατατούρκ ως πρώτο πρόεδρό της. -
Βουλγαρία
Προϊστορικοί πολιτισμοί άρχισαν να αναπτύσσονται στα Βουλγαρικά εδάφη κατά τη Νεολιθική περίοδο. Η αρχαία ιστορία της γνώρισε την παρουσία των Θρακών και αργότερα των Ελλήνων και των Ρωμαίων. Η εμφάνιση ενός ενιαίου Βουλγαρικού κράτους ανάγεται στην ίδρυση της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας το 681 μ.Χ., που κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων και λειτούργησε ως πολιτιστικός πυρήνας για τους Σλαβικούς λαούς κατά το Μεσαίωνα. Με την κατάρρευση της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας το 1396, τα εδάφη της περιήλθαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για πέντε σχεδόν αιώνες. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1877-1878) δημιούργησε το Τρίτο Βουλγαρικό Κράτος. Τα επόμενα χρόνια έζησε πολλές συγκρούσεις με τους γείτονές του, γεγονός που ώθησε τη Βουλγαρία να συμμαχήσει με τη Γερμανία και στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Το 1946 έγινε Σοσιαλιστικό κράτος με μονοκομματικό σύστημα. Το 1989 το Κομμουνιστικό Κόμμα επέτρεψε πολυκομματικές εκλογές, μετά τις οποίες η Βουλγαρία στράφηκε στη δημοκρατία και στην οικονομία της αγοράς. Ο πληθυσμός των 7 εκατομμυρίων κατοίκων είναι κατά κύριο λόγο αστικός και συγκεντρωμένος κυρίως στα διοικητικά κέντρα των 28 επαρχιών της. Οι περισσότερες εμπορικές και πολιτιστικές δραστηριότητες συγκεντρώνονται στην πρωτεύουσα Σόφια. Οι ισχυρότεροι τομείς της οικονομίας είναι η βαριά βιομηχανία, η παραγωγή ενέργειας και η γεωργία, που στηρίζονται όλοι σε τοπικούς φυσικούς πόρους. -
Βόρεια Μακεδονία
Βρίσκεται στα Κεντρικά Βαλκάνια και καταλαμβάνει συνολική έκταση 25.333 τετραγωνικών χιλιομέτρων (ξηρά: 24.858 τ.χλμ., ύδατα: 477 τ.χλμ.). Είναι περίκλειστη χώρα και συνορεύει με το Κόσοβο στα βορειοδυτικά, τη Σερβία στα βόρεια, τη Βουλγαρία στα ανατολικά, την Ελλάδα στα νότια και την Αλβανία στα δυτικά. Αποτελεί περίπου το βορειοδυτικό τρίτο της ευρύτερης περιοχής της Μακεδονίας. Η γεωγραφία της χώρας καθορίζεται πρωτίστως από βουνά, κοιλάδες και ποτάμια. Στην πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη Σκόπια ζει περίπου το ένα τέταρτο των 2,06 εκατομμυρίων κατοίκων. Η πλειοψηφία των κατοίκων είναι Σλαβομακεδόνες, ένας νότιος Σλαβικός λαός. Οι Αλβανοί αποτελούν μια σημαντική πληθυσμιακή ομάδα, περίπου 25% του πληθυσμού της χώρας, ακολουθούμενοι από Τούρκους, Σέρβους, Ρομά και άλλες μικρότερες μειονότητες. -
Κύπρος
Η Κυπριακή Δημοκρατία ιδρύθηκε στις 16 Αυγούστου 1960 και έχει de jure κυριαρχία σε ολόκληρο το νησί, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, συμπεριλαμβανομένης της Αποκλειστικής Οικονομικής της Ζώνης (ΑΟΖ). Ωστόσο, το νησί de facto διοικείται από δύο κύρια μέρη· την Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία ελέγχει περίπου το 58% της έκτασης του νησιού, και την ούτω καλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» (37% του νησιού), η οποία προέκυψε ύστερα από την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 και αποτελεί υποτελή κατοχική διοίκηση του Τουρκικού κράτους. Περίπου το 5% του νησιού καταλαμβάνεται από τον ΟΗΕ (Πράσινη Γραμμή) και από το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο διατηρεί τις περιοχές κυρίαρχων βάσεων Ακρωτηρίου και Δεκέλειας. Το διεθνές δίκαιο και ο OHΕ θεωρούν το βόρειο τμήμα του νησιού υπό κατοχή των τουρκικών στρατευμάτων και η ανακήρυξη ανεξαρτησίας της θεωρείται παράβαση του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. -
Μολδαβία
Το μεγαλύτερο μέρος της Μολδαβικής επικράτειας ήταν μέρος της Ηγεμονίας της Μολδαβίας από τον 14ο αιώνα μέχρι το 1812, όταν παραχωρήθηκε στη Ρωσική Αυτοκρατορία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (στην οποία η Μολδαβία ήταν υποτελές κράτος) και έγινε γνωστή ως Βεσσαραβία. Το 1856, η νότια Βεσσαραβία επιστράφηκε στη Μολδαβία, η οποία τρία χρόνια αργότερα ενώθηκε με τη Βλαχία για να σχηματίσει τη Ρουμανία, αλλά η Ρωσική κυριαρχία αποκαταστάθηκε σε ολόκληρη την περιοχή το 1878. Κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης του 1917, η Βεσσαραβία έγινε για λίγο αυτόνομη και στη συνέχεια εξελίχθηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μολδαβίας μέχρι την ενσωμάτωση στη Ρουμανία το 1918 μετά από ψηφοφορία της Συνέλευσης. Η απόφαση αμφισβητήθηκε από τη Σοβιετική Ένωση η οποία το 1924 επέτρεψε την εγκαθίδρυση της Μολδαβικής Αυτόνομης Δημοκρατίας εντός της Ουκρανικής σε μερικά εν μέρει κατοικημένα εδάφη από τους Μολδαβούς ανατολικά της Δνείστερου. Το 1940, ως αποτέλεσμα του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Ναζιστικής Γερμανίας, η Ρουμανία αναγκάστηκε να παραχωρήσει τη Βεσσαραβία στη Σοβιετική Ένωση, οδηγώντας στη δημιουργία της Μολδαβικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, η οποία περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της Βεσσαραβίας και των δυτικότερων περιοχών της πρώην Μολδαβικής Αυτόνομης Δημοκρατίας.