Καταλανική γλώσσα

Καταλανική γλώσσα
Η καταλανική ή βαλενσιανική γλώσσα (στα καταλανικά català και valencià, [kətəˈɫa] ή [kataˈɫa]) είναι μία από τις οξιτανορομανικές γλώσσες της Ευρώπης που ομιλείται σήμερα ως επίσημη στην Ανδόρα, ως συνεπίσημη, μαζί με τα ισπανικά, σε τρεις αυτοδιοικούμενες περιφέρειες της Ισπανίας (Καταλονία, Βαλενθιανική Κοινότητα και Βαλεαρίδες Νήσοι) και ως ανεπίσημη στις αυτοδιοικούμενες περιφέρειες της Αραγωνίας και της Μούρθια (περιοχή του Κάρτσε), στον γαλλικό νομό των Ανατολικών Πυρηναίων και την πόλη Αλγκέρο της Σαρδηνίας.

Ιστορικά προέκυψε από τη ρομανική διάλεκτο της σημερινής Καταλονίας κατά τον 9ο αιώνα κι έφτασε στη μέγιστη ακμή της κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα, όταν και έγινε η κυρίαρχη γλώσσα των εδαφών του Στέμματος της Αραγώνας. Η ένωση του αραγωνικού στέμματος με το Στέμμα της Καστίλης τον 16ο αιώνα και η σταδιακή συγκρότηση, από τις αρχές του 17ου, της σημερινής Ισπανίας σε ένα συγκεντρωτικό κράτος με επίκεντρο την Καστίλη ευνόησε τα ισπανικά ως μοναδική επίσημη γλώσσα εις βάρος των υπολοίπων γλωσσών της χώρας. Το λογοτεχνικό κίνημα της Καταλανικής Αναγέννησης (Renaixença, «Ρεναϊσένσα») στα μέσα του 19ου αιώνα και η ακμή της καταλανόφωνης αστικής τάξης επανέφεραν κάπως τη δημογραφική της δυναμική, που κινδύνευσε ωστόσο κατά τη διάρκεια της σαραντάχρονης δικτατορίας του στρατηγού Φράνκο. Η έλευση της δημοκρατίας και η απόδοση ευρειών εξουσιών στις περιφέρειες, που συμπεριελάμβαναν σχετική αυτονομία σε θέματα εκπαίδευσης, οδήγησε στην αναγνώριση της σημασίας της καταλανικής και στην εξομάλυνση της χρήσης της.

Η καταλανική γλώσσα γεννήθηκε κατά τον 9ο αιώνα στις περιοχές της σημερινής Καταλονίας, συμπεριλαμβανομένου και του σημερινού γαλλικού νομού των Ανατολικών Πυρηναίων, ως εξέλιξη της τοπικής ρομανικής διαλέκτου. Η αυτονόμηση των καταλανών κόμητων οδήγησε στην άνοδο της Κομητείας της Βαρκελώνης, που πήρε από τα χέρια των μουσουλμάνων την υπόλοιπη Καταλονία και μετά την ένωσή της με το βασίλειο της Αραγωνίας, κατέκτησε εκτεταμένες περιοχές της Ισπανίας (το Βασίλειο της Βαλένθια, τις Βαλεαρίδες νήσους και, προσωρινά, τη Μούρθια) που εποίκησε με καταλανόφωνους πληθυσμούς. Η πόλη του Αλγκέρο στη Σαρδηνία εποικίστηκε επίσης με καταλανόφωνους κατά τον 14ο αιώνα.

Τα πρώτα γραπτά κείμενα στα καταλανικά είναι του 11ου αιώνα (το Memorial de greuges de Ponç I, comte d'Empúries, contra Jofre, Compte de Roselló, 'Υπόμνημα των προσβολών του Κόμη Ζόφρε του Ροσελιό στον Πονς Α’, κόμη της Ενπούριες' και το Jurament de pau I treva del compte Pere Ramon de Pallars Jussà, 'Ο όρκος ειρήνης κι εμπιστοσύνης του κόμη Πέρε Ραμόν' αλλά ο πρώτος σημαντικός επώνυμος συγγραφέας στα καταλανικά ήταν ο μαγιορκινός Ραμόν Λιουλ (1232–1315). Ακολούθησαν τα λεγόμενα «Τέσσερα Μεγάλα Χρονικά» της καταλανικής ιστοριογραφίας, έργα που αναφέρονται στη ζωή και τη δράση τριών βασιλέων, του Ιάκωβου Α΄, του Πέτρου Β’ και του Πέτρου Δ’, και του Ραμόν Μουντανέ, ενός ευγενούς που συμμετείχε στην Καταλανική Εταιρεία.

Αν και στα πρώτα της βήματα, η καταλανική γλώσσα έφερε ισχυρές επιρροές από την οξιτανική και την προβηγκιανική, λόγω του λογοτεχνικού κύρους που έχαιραν αυτές στην αυλική ζωή των ευγενών και των μοναρχών, με τον Βαλενθιανικό Χρυσό Αιώνα καθιερώθηκε ένα αρκετά ξεκάθαρο γλωσσικό μοντέλο που καθιέρωσαν σπουδαία έργα στα καταλανικά από συγγραφείς όπως τον Αουζιάς Μαρκ και τον Ζοανότ Μαρτορέλ. Ο ερχομός της τυπογραφίας στην Ιβηρική είδε την ίδρυση τυπογραφείων σε πολλές καταλανόφωνες περιοχές όπως τη Βαρκελώνη, τη Λιέιδα και τη Βαλένθια, όπου και τυπώθηκε το πρώτο βιβλίο στα καταλανικά με τίτλο «Ποιήματα εξύμνησης της Παρθένου Μαρίας» (Trobes en llaors de la Verge Maria).

Η κατακόρυφη πληθυσμιακή μείωση και οικονομική συρρίκνωση των καταλανόφωνων περιοχών από το τέλος του 14ου αιώνα και η ένωση των στεμμάτων της Αραγώνας και της Καστίλης, περιόρισαν το κύρος και την πληθυσμιακή δυναμική της γλώσσας. Τα ισπανικά εισήχθησαν στην καθημερινή ζωή των καταλανόφωνων ελίτ, που τον 17ο αιώνα ήταν πλέον δίγλωσσες, και κυριάρχησαν απόλυτα στους εκκλησιαστικούς κύκλους.

Το πρώτο από τα δύο μεγάλα πλήγματα για το καθεστώς των καταλανικών επήλθε αρχικά από την απώλεια της Βόρειας Καταλονίας, που εντάχθηκε στη συγκεντρωτική Γαλλία του Λουδοβίκου ΙΔ’ μετά τη συνθήκη των Πυρηναίων το 1659. Το δεύτερο πλήγμα προκλήθηκε όταν μετά τον πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής και την ήττα των υποστηρικτών των Αρχιδούκα Καρόλου από τον Φίλιππο Ε’, η πλειοψηφία των οποίων εντοπιζόταν στα εδάφη του Στέμματος της Αραγώνας, επιβλήθηκαν οι καστιλιανικοί νόμοι σε όλη την Ισπανία και απαγορεύτηκε η χρήση των καταλανικών στη διοίκηση.

Η Αναγέννηση των καταλανικών γραμμάτων συμβολικά ορίζεται ότι ξεκίνησε από το 1833 και διήρκησε μέχρι τέλη του 19ου αιώνα και συνέβη παράλληλα και στα δύο κύρια καταλανόφωνα αστικά κέντρα, τη Βαλένθια και τη Βαρκελώνη. Το κίνημα αυτό κατάφερε να επαναφέρει τα καταλανικά στο πολιτισμικό προσκήνιο κυρίως της Καταλονίας και, σε συνδυασμό με την άνοδο του καταλανικού εθνικισμού και του ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος για τη γλώσσα (ίδρυση του Ινστιτούτου Καταλανικών Σπουδών το 1907), ανατροφοδότησε την καταλανική πολιτική και γλωσσική συνείδηση. Εν τούτοις, οι δικτατορίες των Μιγέλ Πρίμο δε Ριβέρα (1923-1930) και του Φρανθίσκο Φράνκο (1939-1975) υπονόμευσαν εκ νέου τη χρήση των καταλανικών.

Χώρα
  • Ανδόρρα
    Το Πριγκηπάτο της Ανδόρρας (καταλανικά: Principat d'Andorra, γαλλικά: Principauté d'Andorre, ισπανικά: Principado de Andorra) είναι πολύ μικρό περίκλειστο κράτος, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική Ευρώπη, στα ανατολικά Πυρηναία, μεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας. Έχει έκταση 468 τ.χλμ. και πληθυσμό 79.535 σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2021. Το συνολικό μήκος της χώρας είναι 40 χλμ. Εκτός της πρωτεύουσας, Ανδόρρα λα Βέλια, περιλαμβάνει και 7 χωριά. Το κράτος ονομάζεται και Πριγκιπάτο των Κοιλάδων της Ανδόρρας.

    Ο πληθυσμός της χώρας είναι 79.535 κάτοικοι το 2021 (206η στον κόσμο). Στο κρατίδιο ζουν Ισπανοί, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Βρετανοί και Ιταλοί, σε ποσοστό 67,7%. Οι Ανδορρανοί αποτελούν μειονότητα στην ίδια τους τη χώρα, με 33% του συνολικού πληθυσμού. Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είναι -0,1% (εκτίμηση 2021) με τον ρυθμό γεννήσεων να είναι 6,91 γεννήσεις/1000 κατοίκους και θανάτων 7,86 θάνατοι/1000 κατοίκους πληθυσμού (εκτίμηση 2021).
  • Γαλλία
    Η Γαλλία (γαλλικά: France, ΔΦΑ [fʁɑ̃s], επίσημη ονομασία: Γαλλική Δημοκρατία, γαλλικά: République française, ΔΦΑ ​[ʁepyblik fʁɑ̃sɛz]) είναι ενιαία, ημιπροεδρική δημοκρατία, της οποίας το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών και του πληθυσμού βρίσκεται στη Δυτική Ευρώπη, αλλά που περιλαμβάνει επίσης πολλές περιοχές και εδάφη διάσπαρτα σε ολόκληρη την υφήλιο. Η συνολική έκταση της Γαλλίας, ανέρχεται σε 674.843 τ.χλμ. και έχει πληθυσμό 67.897.000 κατοίκους (σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2022 ). Έχει πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη, το Παρίσι.

    Επίσημη γλώσσα της Γαλλίας, είναι η γαλλική και νόμισμά της είναι το ευρώ. Το σύνθημά της είναι «Ελευθερία, Ισότητα, Αδερφοσύνη», και η σημαία της αποτελείται από τρεις κάθετες λωρίδες χρώματος μπλε, άσπρου και κόκκινου. Ο ύμνος της είναι Η Μασσαλιώτιδα. Η συνταγματική αρχή της είναι «κυβέρνηση του λαού, από τον λαό και υπέρ του λαού».
  • Ισπανία
    Η Ισπανία (España), επίσημα το Βασίλειο της Ισπανίας (ισπανικά: Reino de España), είναι κράτος της νότιας Ευρώπης που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της Ιβηρικής χερσονήσου. Προς Βορρά ορίζεται από τον Βισκαϊκό κόλπο και τη Γαλλία, από την οποία τη χωρίζει η μεγάλη οροσειρά των Πυρηναίων. Επίσης, επί των Πυρηναίων και Βορειοανατολικά συνορεύει με την Ανδόρρα. Ανατολικά και νότια βρέχεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα και νοτιοδυτικά βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό. Δυτικά συνορεύει με την Πορτογαλία. Νότια με το Γιβραλτάρ και το Μαρόκο.

    Έχει έκταση 504.645 τ.χλμ. και συνολικό πληθυσμό 47.450.795 κατοίκους (σύμφωνα με την απογραφή του 2020). Πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της Ισπανίας, είναι η Μαδρίτη.
  • Ιταλία
    Η Ιταλία (ιταλικά: Italia), επίσημα: Ιταλική Δημοκρατία (Repubblica Italiana), είναι κυρίαρχο κράτος στην Ευρώπη. Έχει συνολική έκταση 301.340 τ.χλμ. και πληθυσμό 59.030.133 κατοίκους (σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις για το 2022 ). Πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της Ιταλίας, είναι η Ρώμη. Αποτελείται από μία χερσόνησο σε σχήμα μπότας και δύο μεγάλα νησιά στη Μεσόγειο θάλασσα: τη Σικελία και τη Σαρδηνία.

    Βόρεια συνορεύει με την Ελβετία και την Αυστρία, δυτικά με τη Γαλλία και ανατολικά με τη Σλοβενία, ενώ εξκλάβιο της Ιταλίας αποτελεί και η πόλη Καμπιόνε ντ' Ιτάλια, που βρίσκεται στο έδαφος της Ελβετίας. Οι ανεξάρτητες χώρες του Αγίου Μαρίνου και του Βατικανού βρίσκονται εξ ολοκλήρου μέσα σε ιταλικό έδαφος.